ομόπτερα

ομόπτερα
(homoptera). Τάξη εντόμων με ατελή μεταμόρφωση, ετερομετάβολα ολιγομετάβολα, δηλαδή με νεανικές μορφές που διαφέρουν λίγο από τα ακμαία έντομα, γιατί ζουν στο ίδιο περιβάλλον. Τα ο. περιλαμβάνουν περίπου 25.000 είδη. Χαρακτηριστικό τους δε είναι ότι έχουν και τις τέσσερις πτέρυγες εντελώς μεμβρανώδεις ή τις μπροστινές ελαφρά αποσκληρυμένες, αλλά κατά τρόπο ενιαίο, αντίθετα από τα ετερόπτερα, στα οποία οι μπροστινές πτέρυγες είναι κατά ένα μέρος αποσκληρυμένες και κατά ένα μέρος μεμβρανώδεις (ημιέλυτρα). Μερικά είδη ο. δεν έχουν καθόλου πτέρυγες ή, αν έχουν, είναι περιορισμένες και στα δύο φύλα, ή στο ένα μόνο ή ακόμα σε μερικές μόνο γενιές και όχι σε άλλες. Τα ο. έχουν σύνθετους οφθαλμούς μέσου μεγέθους, δύο ή τρία ομματίδια (που λείπουν σε μερικές αφίδες), κεραίες γενικά κοντές και αποτελούμενες συνήθως από λίγες αρθρώσεις. Τα στοματικά όργανα είναι μυζητικού τύπου, σε σχήμα εμβόλου. Σε μερικά ο. ο πρωτοθώρακας έχει σηματικές διαστάσεις και το ραχιαίο τμήμα παρουσιάζει εξογκώματα και αποφύσεις αρκετά εμφανείς. Τα πόδια είναι διάφορου μήκους στα διάφορα είδη, ανάλογα με τις συνήθειες: είναι ανεπτυγμένα στα όπου διάγουν περιπλανώμενη ζωή, ατροφικά σε αυτά που ζουν σε περιορισμένο χώρο (π.χ. Αλευρωδίδαι), ενώ στα πηδητικά τα πίσω πόδια είναι μακρύτερα και ισχυρότερα από τα δύο άλλα ζευγάρια. Το περίβλημα πολλών ο. είναι πλούσιο σε αδένες που παράγουν κερί, λάκα ή μετάξι, ουσίες από τις οποίες σχηματίζονται ασπίδες, πλάκες και θήκες, που προστατεύουν τα έντομα αυτά. Μερικά είδη ο. είναι ερμαφρόδιτα (η πιο γνωστή περίπτωση είναι της pericerya purchasi ή κοχενίλλης της βαμβακώδους των εσπεριδοειδών), περίπτωση εξαιρετική στα έντομα· κατά το μεγαλύτερο μέρος, τα ο. είναι ωοτόκα, σε μερικές όμως μεγάλες οικογένειες (αφίδες, κοκκίδες), υπάρχουν ήδη ωοζωοτόκα και σπανιότερα ζωοτόκα. Πολλά ο. παρουσιάζουν ετερογονία, κανονική δηλαδή εναλλαγή παρθενογενετικών γενεών (δηλαδή παρθένα θηλυκά) με αμφιγονικές γενεές (δηλαδή αρσενικά και θηλυκά) σε βιολογικούς κύκλους, που είναι μερικές φορές πολύ περίπλοκοι. Τα έντομα αυτά είναι διαδομένα σε ολόκληρο τον κόσμο, ιδιαίτερα στις θερμές και εύκρατες ζώνες· ζουν πάνω στα φυτά και τρέφονται από λύμφη και είναι βλαβερά είτε άμεσα είτε έμμεσα, γιατί με τα τσιμπήματα τους μεταδίδουν ή αφήνουν να εισδύσουν ιοί και μικρόβια που προκαλούν μεγάλες ζημιές στα φυτά. Εκτός από αυτό, οι ζημιές που προκαλούν οι βελόνες των στοματικών οργάνων και η εισαγωγή σάλιου στους ιστούς των φυτών προκαλούν συχνά αντιδράσεις των ιστών αυτών, που εκδηλώνονται με εμφανείς παραμορφώσεις, όπως κηκίδες, όζοι, οιδήματα. Οι εκκρίσεις των o., πλούσιες σε σακχαρώδεις ουσίες, ευνοούν την ανάπτυξη της ερυσίβης (καπνιάς) και άλλων μυκήτων οι οποίοι προσελκύουν στα φυτά διάφορα σακχαρόφιλα έντομο που μπορούν να αποβούν βλαβερά. Τα ο. διαιρούνται στις οικογένειες Κικαδίδες, Ψυλλίδες, Αλευρωδίδες, Αφιδίδες και Κοκκίδες. Στους Aφιδίδες και στους Κοκκίδες υπάρχουν μερικό είδη πιο βλαβερά για τη γεωργία, όπως η φυλλοξήρα της αμπέλου, η δίασπις της μουριάς και οι κοχενίλλες των εσπεριδοειδών. Τα ομόπτερα μεταμορφώνονται ατελώς, δηλαδή τα ακμαία άτομα διαφέρουν λίγο από τις νεανικές μορφές. Το όνομά τους δηλώνει την ομοιομορφία στη δομή των πτερύγων. Στη φωτογραφία, κηροπλάστης ο σινικός (Ceroplastes sinensis). Λήδρα η μακρόωτη (Ledra aurita). Κόκκος της ελιάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ημιπτεροειδή ή ρυγχωτά — Υπέρταξη υδροβίων και χερσοβίων εντόμων. Τα η. έχουν διάφορες μορφές, μερικές φορές περίεργες, όπως σε μερικά εξωτικά είδη. Οι διαστάσεις τους ποικίλλουν από 12 εκ. –όπως του βελόστομου του μεγάλου της Κεντρικής Αμερικής– μέχρι 1 χιλιοστό ή και… …   Dictionary of Greek

  • δελφακίδες — οι ομόπτερα αυχενόρυγχα Έντομα …   Dictionary of Greek

  • λεπιδοσαφής — ο ζωολ. γένος εντόμων τής τάξης ομόπτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lepidosaphes < lepid(o) (< λεπίς, ίδος) + saphes < σαφής] …   Dictionary of Greek

  • μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… …   Dictionary of Greek

  • ομόπτερος — η, ο (Α ὁμόπτερος, ον) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ομόπτερα εντομολ. τάξη εντόμων που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία ως προς το μέγεθος, το σχήμα και τη φυσική ιστορία τών μελών της και στην οποία ανήκουν 32.000 περίπου είδη αρχ. 1. (για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”